12 Φεβ 2013

Γιώργος Δημητριάδης: «Η ψυχή μας έχει το δικό της ρολόι»



Μπορεί ένας καλλιτέχνης μετά από είκοσι χρόνια στη δισκογραφία να ξεκινήσει και πάλι ΑΠ’ ΤΟ ΜΗΔΕΝ; Αυτό επιχειρεί να κάνει στον καινούριο του δίσκο ο Γιώργος Δημητριάδης. Δείγμα ερμηνευτικής ωριμότητας το νέο CD μας χαρίζει μερικές νέες ρόκ απόπειρές όπως είναι τα κομμάτια «Όσα είναι αληθινά», «Οδός Ιταλίας» και «Αν δεν αξίζει». Σε μια αποκλειστική συνέντευξη στο Oraiokastronews ο Γιώργος Δημητριάδης μιλά με λόγο χειμαρρώδη για τα χνάρια που άφησε στη Θεσσαλονίκη των παιδικών και νεανικών του χρόνων, για το τραγούδι, για το Internet και τη δισκογραφία. Ακόμη σε μια κατάθεση ψυχής ο  δημοφιλής τραγουδοποιός μιλά για την τηλεόραση και τα talent shows, το λυτρωτικό ρόλο της μουσικής απέναντι στον ανθρώπινο πόνο και  την κρίση της ελληνικής κοινωνίας. Απόψε από το Ωραιόκαστρο φύσηξε Βαρδάρης και διέλυσε την σαλονικιώτικη ομίχλη στην οδό Ιταλίας. Κι ύστερα την έκανε τραγούδι… Το πλήρες κείμενο της συνέντευξης του Γιώργου Δημητριάδη έχει ως εξής:

  • Ο νέος σου δίσκος «ΑΠ ’ΤΟ ΜΗΔΕΝ» περιέχει την «Οδό Ιταλίας» ένα μάλλον αυτοβιογραφικό τραγούδι. Όφειλες κάπου αυτό το τραγούδι;  
Είναι αλήθεια πως το όφειλα πρώτα και κύρια στον εαυτό μου, δηλαδή σε όσα κουβαλάω μέσα μου. Μνήμες, εικόνες, μέρες, τα πρόσωπα που εξακολουθούν να ζουν μέσα μου, άλλα που είναι ακόμα εν ζωή κι άλλα μοιραίως όχι. Έρχεται η κατάλληλη ώρα φαίνεται που ανοίγει η πόρτα και βγαίνουν τα λόγια, η μουσική. Βαθιά ανάγκη ήταν που ζητούσε να τιμήσει, τραγουδώντας, εκείνα τα χρόνια. 

‘Αν δεν δούμε όλοι μας τους πραγματικούς λόγους που μας οδήγησαν εδώ, δύσκολα θα πάρουμε σαν χώρα, σαν έθνος, σαν λαός τον σωστό δρόμο’ 


Τα αλησμόνητα εκείνα πρώτα χρόνια που όλα φαίνονταν συναρπαστικά. Το νέο μου album είναι σαν να καταλήγει, μετά από μία περιπλάνηση συναισθημάτων αγάπης, οργής, απελπισίας, χαράς, αποχωρισμού κι ελπίδας, εκεί, σε μία γλυκιά νοσταλγία, σε έναν φόρο τιμής για όσα έζησα εκεί σαν παιδί, προς όσους και όσα έφυγαν ή είναι εδώ ακόμα.
  • Πως νιώθεις όταν επιστρέφεις στην παλιά σου γειτονιά; Τι ρόλο έπαιξαν οι εικόνες της Θεσσαλονίκης της δεκαετίας του ‘60 και του ‘ 70 στο soundtrack της ζωής σου;
Νιώθω ανάμεικτα συναισθήματα. Θα ομολογήσω πως πρώτα έρχεται μία μελαγχολία για όλα αυτά που τώρα είναι μονάχα μικρά νησάκια στην ψυχή μου και μετά έρχεται το φάρμακο της αποδοχής πως όλα είναι για να φεύγουν
αλλά παράλληλα πως όλα είναι ζωντανά αν τα θυμάσαι. Μ’ αρέσει το παιδί που ακόμα έχω μέσα μου, αυτό που μου λέει όποτε το ξεχνώ πως η ζωή είναι ένα σπουδαίο παιχνίδι στα χέρια μου που δεν πετιέται. Η Θεσσαλονίκη είναι μία πόλη που έχει το χάρισμα να εντυπώνει ανάγλυφες τις εικόνες της στα δωμάτια της μνήμης.

‘η ζωή είναι ένα σπουδαίο παιχνίδι στα χέρια μου που δεν πετιέται’

Η Θεσσαλονίκη εκείνων των χρόνων ήταν πιο κοντά στις παλιότερες δεκαετίες της με αλάνες πολλές, παλιά σπίτια που από τότε είχαν αρχίσει να ερημώνουν και να ερειπώνονται, αλλά όλο αυτό επιδρούσε στην παιδική μου ψυχή μαγικά. Η πόλη είχε ένα μεγάλο παρελθόν που εγώ το αγνοούσα αλλά την ίδια στιγμή αυτό μου επιβαλλόταν και τροφοδοτούσε την φαντασία μου, τα συναισθήματά μου. Η πόλη είχε συναίσθημα η ίδια. Η παραλία, η θάλασσα μπροστά, ο ουρανός το δειλινό και εκείνα τα καταπληκτικά πρωινά με εκείνη τη θολή λιακάδα, όποτε δεν φυσούσε Βαρδάρης, που έκανα ποδηλατάδα μέχρι τον Λευκό Πύργο με τους πλανόδιους φωτογράφους. Ο κόσμος που έβγαινε για περίπατο κι άκουγα μόνο τα βήματά τους. Επικρατούσε μία ησυχία γύρω με τόσο κόσμο, μία ηρεμία, μία ψυχοθεραπεία εν αγνοία τους. Θα τολμήσω να πω πως ναι.. αυτή η Θεσσαλονίκη τότε μπορεί να μην είχε τους δρόμους που έχει σήμερα και τόσα άλλα κι άλλα, ωστόσο ήταν πολύ όμορφη. Η μελαγχολική της, βαριά, μεστή και επιβλητική εικόνα είναι πάντα μέσα μου.
  • Με τι όνειρα μεγάλωσες; Τελικά κάνεις αυτό ονειρευόσουν;
Μικρός όταν ήμουν ονειρευόμουν πολλά και διάφορα…Να γίνω αστροναύτης μέχρι να γίνω ποδοσφαιριστής, μία αγάπη για την μπάλα που ακόμα δεν έχει φύγει κι ούτε πρόκειται βέβαια. Ίσως επειδή στη μπάλα βρίσκω το παιδί που ήμουν. Από το Πανεπιστήμιο και μετά ήρθε η συνείδηση πως δεν ήθελα να είμαι τίποτε άλλο εκτός από ένας rock μουσικός, ένας που θα έγραφε τη δική του μουσική, θα τραγουδούσε, θα έπαιζε με μπάντες. Αγάπησα την rock μουσική, είναι η δικιά μου ‘λογοτεχνία’, η δική μου ‘ποίηση’. Με πήρε μαζί της, τολμώ να πω δε πως ούτε καν το επέλεξα. Με επέλεξε.

  • Μπορείς να θυμηθείς την πρώτη αίσθηση που είχες ακούγοντας για πρώτη φορά rock ’n roll;

Σαν να με πυροβόλησε ένας ήχος που μετέφερε πάρα πολλά χρώματα. Σαν να άνοιξε μπροστά μου μία πόρτα που αποκάλυπτε μία νέα ζωή.
  • Τα τραγούδια που γράφεις είναι βιωματικά; Νιώθεις εκ των προτέρων ποια θα γίνουν επιτυχίες; Πως γεννιούνται μέσα σου η μελωδία ή οι στίχοι ενός τραγουδιού;

Γράφω μουσική, τραγούδια για συναισθήματα που έχω βιώσει. Όλα αυτά βέβαια εννοείται πως γεννιούνται από στιγμές στη ζωή μου, καλές, κακές. Δεν μου ταιριάζει να περιγράφω περιστατικά μέσα από τη μουσική μου αλλά περισσότερο να μιλώ με τον δικό μου τρόπο για αυτά που με απασχολούν, γι΄αυτά που με πόνεσαν ή με έκαναν να νιώσω για λίγο την ευτυχία, γιατί η ευτυχία είναι μία στιγμή που όμως μοιάζει αιώνια. Δεν ξέρω πως γεννιούνται, κάτι συμβαίνει, μυστήριο. Μια στιγμή νιώθω πως δεν μπορώ να αρθρώσω τίποτα και την άλλη έρχεται σαν ορμητικό ποτάμι η μουσική, οι στίχοι. Η ψυχή μας έχει το δικό της ρολόι.
  • Ποιοι παράγοντες έπαιξαν ρόλο για την πορεία της μουσικής στις μέρες μας; Τι ρόλο έπαιξε η τηλεόραση και τα talent show? Πως εξηγείς το γεγονός ότι ακόμη και οι ατάλαντοι σήμερα κάνουν καριέρα;
Παλιότερα υπήρχαν τουλάχιστον κάποιοι παράγοντες, όπως τα ραδιόφωνο έτσι όπως το ξέραμε και δευτερευόντως η τηλεόραση ή και καθόλου, που με τα καλά φίλτρα που είχαν-εκπομπές με ανθρώπους που γνώριζαν καλά το θέμα Μουσική πρότειναν στον κόσμο καλά πράγματα μέσα από την προσωπική τους αισθητική και γούστο. Αυτός ήταν ο ένας παράγων. Αυτό πια δεν συμβαίνει γιατί νομίζω πως δυστυχώς το ραδιόφωνο γενικά το χάλασαν. Παρασύρθηκε από την νοοτροπία της τηλεόρασης στην Ελλάδα. Σε όλα τα επίπεδα. Αυτό, όπως είναι κατανοητό, φυσικά και επηρέασε και επηρεάζει δραματικά το πώς και από ποιους εισπράττει πλέον ο ακροατής αυτά που το βάζουνε να ακούει. Μιλάμε τώρα για ό,τι συμβαίνει εδώ, σε αυτόν τον παράδοξο τόπο ε;  

‘Αγάπησα την rock μουσική, είναι η δικιά μου ‘λογοτεχνία’, η δική μου ‘ποίηση’. Με πήρε μαζί της, τολμώ να πω δε πως ούτε καν το επέλεξα. Με ‘επέλεξε’ 

Πιο σφαιρικά αν το δούμε όμως το διαδίκτυο μπήκε για τα καλά στη ζωή μας σχεδόν σε όλες τις πλευρές της καθημερινής μας δραστηριότητας επηρεάζοντας επίσης δραματικά την αγωγιμότητα της μουσικής. Ένα θετικό και πολύ σημαντικό μάλιστα είναι πως, πέρα από την οικονομική ζημιά που προκάλεσε η εύκολη κατοχή μουσικής, μπορεί κάποιος να ακούσει και να δει πράγματα που στο ραδιόφωνο των playlist αποκλείεται να ακούσει. Επειδή μιλάμε για παράγοντες θα μπω στον πειρασμό να αναφερθώ και στον παραγοντισμό στον χώρο μας, βλέπε καλλιτεχνικά γραφεία κτλ, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, λειτούργησαν σαν τροχονόμοι, μονοπωλιακά στο ποιος θα παίζει, πότε, πόσο, που και καθόλου. 

‘Μια στιγμή νιώθω πως δεν μπορώ να αρθρώσω τίποτα και την άλλη έρχεται σαν ορμητικό ποτάμι η μουσική, οι στίχοι’ 
 
Η τηλεόραση στην Ελλάδα μεταλλάχτηκε σε ένα κιτς πράγμα, ανόητο, βουτηγμένη στο ασήμαντο και μέσα στα τρελά φράγκα. Ο πολύς κόσμος δυστυχώς ανταποκρίθηκε γιατί το μήνυμα που εκπέμπει η τηλεόραση του φτηνού και του ασήμαντου είναι πολύ ισχυρό. Συμπερασματικά λοιπόν όταν έχεις μία τηλεόραση τέτοιου επιπέδου που ταυτόχρονα αντανακλά αλλά και προωθεί αυτόν τον τρόπο αντίληψης και ζωής, τι περιμένεις να πω για τα talent shows; Πολλή λάμψη για να μη φαίνεται το ψέμα. Το ότι από εκεί δεν βγήκαν παρά ελάχιστα παιδιά που είχαν πραγματικά κάτι να πουν τα λέει όλα. Αυτά τα παιδιά που είχαν να πουν και να κάνουν κάτι ουσιαστικό ούτε που πάτησαν σε αυτή την αηδία του νέο-ελληνικού κιτς .  
  • Συμπληρώνεις είκοσι χρόνια στη δισκογραφία. Τελικά το Internet βοηθά τη μουσική βιομηχανία ή καταστρέφει τη δισκογραφία επιτείνοντας τις συνέπειες της κρίσης στο τραγούδι;
Το διαδίκτυο μπορώ να πω ότι ήταν η επανάσταση του τέλους του 20ου αιώνα και όπως κάθε αλλαγή τέτοιου μεγέθους έκανε την μουσική βιομηχανία-λες και μιλάμε για βιομηχανία χάλυβα-να πέσει σαν χάρτινος πύργος. Πάντα υπάρχει τρόπος να βρεθεί μία φόρμουλα ούτως ώστε και ο χρήστης να ακούει ό,τι θέλει αλλά και ο δημιουργός ή ο παραγωγός να μην πιάσει δουλειά σε κυλικείο καφετζής για να βγάζει τα προς το ζην. Παρεμπιπτόντως να πω ότι συμπαθώ ιδιαιτέρως τους καφετζήδες.
  • Η χώρα μας βιώνει μια βαθιά οικονομική κρίση με επακόλουθα τη φτώχεια και την ανεργία. Ποιος ο ρόλος του καλλιτέχνη σε αυτή τη συγκυρία; Η τέχνη έπεται της επιβίωσης η βοηθά στη λύτρωση του απλού ανθρώπου;
Ο ρόλος του καλλιτέχνη είναι βασικά κάτι υποκειμενικό πρώτα από όλα, με την έννοια πως ο καθένας εκτιμά και βλέπει με άλλο τρόπο τον εαυτό του αλλά και την κοινωνία. Ο ρόλος του καλλιτέχνη για μένα είναι να είναι ο εαυτός του, να τραγουδάει αυτό που του υπαγορεύει η ψυχή του, να είναι αληθινός. Η περίοδος που περνάμε είναι πολύ μπερδεμένη, έτσι την εκτιμώ εγώ, και επίσης δεν εκτιμώ όσους εκμεταλλεύονται αυτήν την δύσκολη συγκυρία εκμεταλλευόμενοι την επικαιρότητά της. Ο ρόλος του καλλιτέχνη είναι να λέει την αλήθεια, πρώτα και κύρια για τον εαυτό του και να μην χαϊδεύει αυτιά. Απλός άνθρωπος δεν υπάρχει. Υπάρχει ο κάθε άνθρωπος που έχει μέσα του μια ολόκληρη ζωή και μια ψυχή ιδιαίτερη και αντιφατική. Δεν δέχομαι τον όρο ‘απλός άνθρωπος’.

‘η μουσική είναι κάτι που έχει τη δυνατότητα να διαχέεται μέσα στην ψυχή των ανθρώπων, μπορεί να δώσει σημαντικό στήριγμα στις δυσκολίες της ζωής’ 

Βέβαια υπάρχουν οι πραγματικά ευαίσθητοι ‘απλοί άνθρωποι’ και οι αναίσθητοι ‘απλοί άνθρωποι’. Οι πρώτοι με ενδιαφέρουν. Συμφωνώ πως όταν ο άλλος δεν έχει τα αναγκαίως απαραίτητα να βγάλει τον μήνα και σαφώς η ‘Τέχνη’ έπεται. Αλλά επειδή μιλάμε για μουσική εδώ και η μουσική είναι κάτι που έχει τη δυνατότητα να διαχέεται μέσα στην ψυχή των ανθρώπων, μπορεί να δώσει σημαντικό στήριγμα στις δυσκολίες της ζωής. Απαντήσεις οριστικές ίσως όχι, ντιρεκτίβες για το τι πρέπει να γίνει ούτε. Ας τα αφήσουμε για τα μανιφέστα όσων κατέχουν την Απόλυτη Αλήθεια. Στο νέο μου album καταγράφεται ανάγλυφα όλο αυτό που είπα παραπάνω. Δεν είναι τυχαίος ο τίτλος του ‘ΑΠ’ΤΟ ΜΗΔΕΝ’.  
  • Πολύ απότομα η καταναλωτική ευδαιμονία κατέρρευσε κι όλοι ασχολούνται με την κατανομή των ευθυνών. Τι έφταιξε; Πόσο ανεπτυγμένη είναι η αυτογνωσία του σημερινού Έλληνα;
Στον καταμερισμό των ευθυνών των άλλων είμαστε νομίζω πρώτοι σε όλον τον κόσμο. Να και μία πρωτιά. Υπάρχουν φταίχτες, φυσικά, και επιβάλλεται να υποστούν τις συνέπειες του νόμου…αν ποτέ εφαρμοστεί ο νόμος και γίνει απολύτως κατανοητή η έννοια του νόμου σε αυτόν τον τόπο. Αλλά από τη μία, κατά την ταπεινή μου γνώμη, οι φταίχτες είναι πάρα πολλοί, σε όλο το φάσμα του Ελληνικού δημόσιου, πολιτικού και ιδιωτικού μας βίου, και από την άλλη πρέπει να γίνει σαφής η διαφορά της πολιτικής από την ποινική ευθύνη. Σε αρκετές βέβαια περιπτώσεις έχουμε τον λαμπρό συνδυασμό και των δύο. Τραγικά πράγματα δηλαδή. Ο Έλληνας των παλαιότερων εποχών, θαρρώ, είχε μία πιο ουσιαστική σχέση με το ποιος είναι, τι θέλει και ξέρει ποιο είναι το σωστό και ποιο το άδικο, κυρίως λόγω των συνθηκών μέσα στις οποίες ζούσε.

‘Η Θεσσαλονίκη είναι μία πόλη που έχει το χάρισμα να εντυπώνει ανάγλυφες τις εικόνες της στα δωμάτια της μνήμης’ 

Σιγά-σιγά τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν μετά την Μεταπολίτευση, άρχισαν να βγαίνουν στο προσκήνιο κοινωνικές κατηγορίες ανθρώπων που ήταν συνέχεια στο περιθώριο, οικονομικό, πολιτικό, κοινωνικό, και καλώς που συνέβη αυτό. Είχαμε περάσει πλέον σε μία άλλη φάση σαν κοινωνία, είχαμε περάσει στην Δημοκρατία χωρίς πια τους τραγικούς αποκλεισμούς από τον Εμφύλιο και την χούντα των καθαρμάτων αυτών. Όμως είχαμε μείνει πολύ πίσω σε πολύ σημαντικά πράγματα, όπως φερ’ ειπείν, η πολιτική θεωρία και πράξη. Το πολιτικό δυναμικό κι επίπεδο της χώρας ήταν και είναι δυστυχώς πολύ χαμηλό. Δημιούργησε και καλλιέργησε νοοτροπίες και ιδεοληψίες επίσης που για μένα αυτές είναι οι βασικές αιτίες όσων περνάμε σήμερα. Αλλά νομίζω πως δεν είναι το μόνο υπεύθυνο. Υπεύθυνη είναι η συνήθεια σε μία αντίληψη του νεοέλληνα στο βόλεμα, την εξυπηρέτηση. Δείγματα μία μικρής, επαρχιακής κοινωνίας με καταβολές από την Τουρκοκρατία και συνεπώς μία αίσθηση πως Εμείς δεν ζούμε μέσα στον πραγματικό χρόνο που ζει η υπόλοιπη υδρόγειος, αλλά σε αυτήν την εθνική μας φιλάρεσκη και βολική μοναξιά. Αν δεν δούμε όλοι μας τους πραγματικούς λόγους που μας οδήγησαν εδώ, δύσκολα θα πάρουμε σαν χώρα, σαν έθνος, σαν λαός τον σωστό δρόμο. 
  • Τελικά, το ταξίδι της ζωής γίνεται για να δώσουμε απαντήσεις ή για να θέσουμε ερωτήματα;
Άλλοι θα φύγουν με ένα χαμόγελο βεβαιότητας πως ήδη βρήκαν την απάντηση. Τους το εύχομαι. Εγώ θα φύγω με ένα ερωτηματικό. 

Ακούστε τον  Γιώργο Δημητριάδη σε δύο τραγούδια του:

Το κείμενο και οι φωτογραφίες είναι αναδημοσίευση από το oraiokastronews.blogspot.com